- σελσύν
- το, Νάκλ. τεχνολ. διαδεδομένος τύπος ηλεκτρικού κινητήρα που προορίζεται για συστήματα αυτόματου ελέγχου, αλλ. αυτοσυγχρονιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. selsyn, τ. σχηματισμένος κατά συγκοπή από τα: sel(f) syn(chronizer) «αυτοσυγχρονιστής»].
Dictionary of Greek. 2013.